- γκάρισμα
- το1. ο χαρακτηριστικός ήχος τής φωνής τού γαϊδάρου2. ενοχλητική φασαρία από φωνές ή τραγούδι με παραφωνίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκάρισμα — το 1.η φωνή του γαϊδάρου. 2. μτφ., φωνή δυνατή και ενοχλητική, παραφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Oclusiva velar sonora — Nº de orden AFI 110 AFI (texto) ɡ AFI (imagen) Secuencia HTML … Wikipedia Español
αγκάνισμα — το [αγκανίζω] γκάνισμα*, γκάρισμα* … Dictionary of Greek
γκάνισμα — το 1. γκάρισμα 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές … Dictionary of Greek
ογκάνισμα — το [ογκανίζώ]. ογκανισμός, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκανισμός — ο [ογκανίζω] ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] … Dictionary of Greek
ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] … Dictionary of Greek
όγκησις — ὄγκησις, ἡ (Α) [ογκώμαι] ογκηθμός, ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek